Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δίνω συμβουλή

См. также в других словарях:

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • συμβουλεύω — συμβούλεψα, συμβουλεύτηκα, συμβουλευμένος 1. δίνω συμβουλή: Με συμβούλεψε να αποφύγω τη συνεργασία μ αυτούς τους ανθρώπους. 2. παθ., συμβουλεύομαι ζητώ συμβουλή από κάποιον: Συμβουλεύτηκε το γιατρό για τη δίαιτα που πρέπει να εφαρμόσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακελεύομαι — και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α 1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι 2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι… …   Dictionary of Greek

  • συνανακοινολογούμαι — έομαι, Α δίνω συμβουλή σε κάποιον, λέω την άποψή μου σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνά + κοινολογοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να …   Dictionary of Greek

  • αντιβουλεύομαι — ἀντιβουλεύομαι (Α) δίνω σε κάποιον συμβουλή αντίθετη απ αυτή που του έχει ήδη δοθεί …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …   Dictionary of Greek

  • παρασυμβουλεύω — Α δεν συμβουλεύω ορθά, δίνω κακή συμβουλή …   Dictionary of Greek

  • συκοφαντώ — συκοφαντῶ, έω, ΝΜΑ [συκοφάντης] είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ) αρχ. 1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»